ξυλοπόδης

ξυλοπόδης
ο (Α ξυλοπόδης)
αυτός που έχει ξύλινα πόδια, ξυλοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο-πόδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυλοπόδης — with wooden feet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοπόδου — ξυλοπόδης with wooden feet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοπόδα — ξυλοπόδᾱ , ξυλοπόδης with wooden feet masc nom/voc/acc dual ξυλοπόδης with wooden feet masc voc sg ξυλοπόδᾱ , ξυλοπόδης with wooden feet masc gen sg (doric aeolic) ξυλοπόδης with wooden feet masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”